- Ινδοκινέζος
- ο , Ινδοκινέζα η житель, -ница Индокитая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ινδοκινέζος — ο, θηλ. έζα ο κάτοικος τής Ινδοκίνας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν … Dictionary of Greek
Ινδοκινέζος — ο θηλ. έζα ο κάτοικος της Ινδοκίνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδοσίνης — ὁ ο κάτοικος τής Ινδοκίνας, ο Ινδοκινέζος … Dictionary of Greek